- συνεκφώνηση
- ητο να εκφωνείται κάτι μαζί με άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνεκφώνηση — η / συνεκφώνησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνεκφωνῶ] ταυτόχρονη εκφώνηση, συνεκφορά (α. «συνεκφώνηση φθόγγων» β. «ἂν γὰρ προαναφώνησίν τις εἴπῃ καὶ συνεκφώνησιν αἰτιάσηται», Κλήμ. Αλ.) αρχ. γραμμ. η συνίζηση … Dictionary of Greek
υφέν — ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ ἕν Α επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν (αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τόν συνδέσει με τον αρχικό τής επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek
λοσταρία — λοσταρία, ἡ (Μ) ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ostaria, με συνεκφώνηση τού άρθρου lο στα Ιταλικά] … Dictionary of Greek
λουσέριν — λουσέριν, τὸ (Μ) μεγάλο μεταγωγικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. huissier, με συνεκφώνηση τού άρθρου le] … Dictionary of Greek
λουσιέρης — και λουχιέρης, ὁ (Μ) φρουρός στην είσοδο τού παλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. huissier «θυρωρός», με συνεκφώνηση τού άρθρου le] … Dictionary of Greek
συμπροφορά — η, Ν [συμπροφέρω] συνεκφώνηση φθόγγων … Dictionary of Greek
συνίζηση — η / συνίζησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνιζάνω] γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ. β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων… … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek
Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
συνίζηση — η (γραμμ.), συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή μιας διφθόγγου και ενός φωνήεντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)